- μεταρσιολεσχια
- μεταρσιολεσχίαμεταρσιο-λεσχίαἥ1) беседа о возвышенном, небесном Plut.2) высокопарная болтовня Plut., Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μεταρσιολεσχία — μεταρσιολεσχία, ἡ (Α) [μεταρσιολέσχης] η φλυαρία σχετικά με αφηρημένα και ασύλληπτα θέματα … Dictionary of Greek
μεταρσιολεσχίας — μεταρσιολεσχίᾱς , μεταρσιολεσχία fem acc pl μεταρσιολεσχίᾱς , μεταρσιολεσχία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)